χρησμούς

χρησμούς
χρησμός
oracular response
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρησμολόγος — ο / χρησμολόγος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης 2. αυτός που ερμηνεύει χρησμούς νεοελλ. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η χρησμολόγος άτομο που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τούς μελετήσει 2. πρόσωπο που αρέσκεται στην… …   Dictionary of Greek

  • χρησμολογώ — χρησμολογῶ, έω, ΝΜΑ [χρησμολόγος] λέω χρησμούς, προφητεύω τα μέλλοντα νεοελλ. 1. ερμηνεύω χρησμούς 2. λέω πράγματα ακατανόητα …   Dictionary of Greek

  • χρησμωδώ — έω, ΜΑ, και ιων. ασυναίρ. τ. χρησμῳδέω Α [χρησμῳδός] 1. (ιδίως) είμαι χρησμωδός, διατυπώνω χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού 2. (γενικά) δίνω χρησμούς, χρησμοδοτώ 3. (κατά το λεξ. Σουδα) (το απρμφ. ενεστ.) χρησμῳδεῑν «θεολογεῑν» αρχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… …   Dictionary of Greek

  • Ηροφίλη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντισσα που επονομαζόταν Σίβυλλα. Στάθηκε κάποτε σε μια πέτρα των Δελφών και άρχισε να απαγγέλλει χρησμούς σε εξάμετρους στίχους. Από κάποιους στίχους (που έσωσε ο Παυσανίας) φαίνεται πως γεννήθηκε στη Μάρπησσο, πόλη της …   Dictionary of Greek

  • Ονομάκριτος — (6oς αι. π.Χ.). Αθηναίος ποιητής και ιστορικός που έζησε στην αυλή του Πεισίστρατου και των γιων του. Ο Ηρόδοτος, ο Παυσανίας και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι είχε διακριθεί για την έμμετρη διασκευή σε επικούς στίχους των δογμάτων του… …   Dictionary of Greek

  • CARNIA — I. CARNIA urbs Ioniae, Steph. II. CARNIA vel CARNEA, festa Apollinis, apud Spartanos, in quibus Terpander primus vicit. Graece Κάρνεια, sic dicta a Carno vate, qui, Heraclidis in Aetolia expeditionem parantibus, contra Athenienses, Rege Codrô tum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PARALUS — I. PARALUS Clazomenarum, urbis Ioniae Asiaticae, conditor; quae prius Gryna nominata, vicina Colophoni, unde et Apollo Gryneus dictus est, quod ibi Oraculum eius esset, postea Clazomenae appellari coepit, Vide Strabonem l. 13. Plin. l. 5. c. 30.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”